- Αὔγαι
- Αὔγᾱͅ , Αὔγηfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐγαί — αὐγή light of the sun fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
ατέρμων — ον (Α ἀτέρμων, ον) [τέρμα] ο χωρίς τέρμα, ατέλειωτος («ατέρμονες συζητήσεις», «ἀτέρμων αἰών») νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγάλος 2. ο χωρίς αρχή και τέλος, κυκλοτερής ή κινούμενος κυκλοτερώς αρχ. φρ. 1. «ἀτέρμων πέπλος» πέπλος αδιέξοδος, ραμμένος στον … Dictionary of Greek
ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… … Dictionary of Greek
μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
φαεσίμβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει φως στους θνητούς («θεοῡ φαεσιμβρότου αὐγαί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαFε (πρβλ. φάε, γ εν. πρόσ. ενός αορ., βλ. και λ. φως) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψίμβροτος. Η μορφή φαε σι τού α… … Dictionary of Greek
φλόγεος — έα, ον, ΜΑ αυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, φλογερός («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», Ευρ.) αρχ. αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά 2. ερυθρός 3. μτφ. (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. εος (πρβλ … Dictionary of Greek